Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007

Ο ψυχοπομπός (Διήγημα)

Χτες το βράδυ σήμανε συναγερμός.

Το Καθαρτήριο είχε να ζήσει παρόμοιο εφιάλτη εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και αυτή η απρόσμενη και αυθαίρετη παρέμβαση στο χρόνο προσέδιδε στον ανατριχιαστικό θρήνο του συναγερμού μια μεταφυσική χροιά.

Οι υπεύθυνοι τού ησυχαστηρίου των ψυχών – δεσμοφύλακες, γραφείς, υπηρέτες, διευθυντάδες και κάθε λογής συμβουλάτορες - τα είχαν χαμένα. Ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλον, μέσα σ' ένα καταιγισμό αλαλαγμών, ύβρεων και προπηλακισμών. Μια κατάσταση βουτηγμένη στην απελπισία. Ένα συνονθύλευμα οιμωγών.

Και όχι μόνο...

Αυτό όμως που δε μπορούσε να χωρέσει σε καμία άκρη του μυαλού τους ήταν ότι ο παραδοσιακός σπουργίτης - ψυχοπομπός δεν είχε, για πρώτη φορά στα χρονικά του ησυχαστηρίου των ψυχών, εμφανιστεί έξω από την γιγάντια πύλη του Ουράνιου ιδρύματος. Μια διαδικασία, η οποία πέραν του εθιμοτυπικού της χαρακτήρα δεν έπαυε να είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος του έξω κόσμου με το υψίστης ασφαλείας ησυχαστήριο των ψυχών. Και αυτή η διαδικασία ήταν και η σωστή.

Πώς ήταν ποτέ δυνατόν να διεισδύσει κάποιος θνητός στα άβατα του ησυχαστηρίου δίχως να γίνει αντιληπτός; Και το γεγονός βέβαια αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα από τη στιγμή που οι μυστικές υπηρεσίες του ιδρύματος είχαν πληροφορηθεί εδώ και καιρό το παράτολμο εγχείρημα του άγνωστου εισβολέα, με τους τοποτηρητές τους να έχουν αποδυθεί σε ένα άνευ προηγουμένου ρεσιτάλ φλυαρίας και χαφιεδισμού. Ακόμη και η σκέψη της απόδρασης μιας ψυχής από το Καθαρτήριο αποτελούσε βαρύτατο αμάρτημα που μπορούσε να επισύρει ακόμη και την εσχάτη των ποινών.

Μήπως όμως ήταν αργά;

Ακόμη και αν έφταναν - μετά από πολύωρες, εξαντλητικές συσκέψεις και προβληματισμούς - στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος, τους περίμενε ένας δεύτερος, ακόμη πιο πολύπλοκος γρίφος.

Πώς κατάφερε ο άγνωστος εισβολέας να πείσει μια ψυχή να τον ακολουθήσει πίσω στην ελευθερία; Είναι αδύνατο να υπάρχει θνητός που να μπορεί με τόση ευκολία να διακωμωδεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ψυχών, έναν κύκλο επιμορφωτικών σπουδών που στηρίζεται στην αρχέγονη τεχνική τής «πλύσης εγκεφάλου».

Κι όμως βρέθηκε.

Η ψυχή που επέλεξε ήταν από τους πιο εξελιγμένους και ισχυρούς δέκτες σ' ολόκληρο το ίδρυμα. Έτσι, οι πιθανότητες αποτυχίας μειώνονταν αυτομάτως στο ελάχιστο. 'Η μήπως το έργο αυτό δεν ήταν τελικά μονόπρακτο; Ίσως η ολοκλήρωση της μοναδικής πράξης να μην σηματοδοτούσε απαραίτητα και το τέλος της παράστασης. Πόσες, αλήθεια, πράξεις απέμεναν για να αντικρίσουν το φως τού σανιδιού, πριν πέσει η αυλαία;

Αλήθεια, πόσες;


Δεν ήταν η πρώτη φορά που πεταγόμουν στον ύπνο μου. Ακούμπησα την πλάτη μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού και περίμενα μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι, όταν ξαφνικά ένα αόρατο χέρι άρχισε να σχεδιάζει με μια φανταστική πέννα, μια παράξενη ανθρώπινη φιγούρα στον απέναντι τοίχο.

Ένας ρυτιδώδης γέρος με πλούσια, λευκή γενειάδα, ντυμένος στα μαύρα, με κοιτούσε με το αθώο, πλην ελατό βλέμμα ενός παιδιού που έχει κάνει μια σκανταλιά και προσπαθεί να εξασφαλίσει το ελάχιστο της τιμωρίας από τους γονείς του. Το πανωφόρι του ήταν τριμμένο και ο γιακάς του φορτωμένος με δεκάδες, μικρές τρύπες, στο μέγεθος της κεφαλής μιας καρφίτσας. Το παντελόνι του ήταν εντυπωσιακά φαρδύ και γεμάτο ακαθαρσίες, ενώ τα μπατζάκια του ανέμιζαν με τέτοιο τρόπο που είχες την εντύπωση ότι δεν υπήρχαν πόδια κάτω από το ευτελές ύφασμα. Οι γυμνές του πατούσες είχαν το χρώμα του χιονιού και ανέδιδαν ένα έντονο και μεθυστικό άρωμα.

Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή μου ήταν τα χέρια του.

Πρέπει να ήταν οι μεγαλύτερες παλάμες που είχαν σχεδιαστεί ποτέ για το ανθρώπινο γένος. Ήταν τεράστιες. Ο παράμεσος της μιας σερνόταν στο πάτωμα σε αντίθεση με τον αντίχειρα που άγγιζε την οροφή. Και από τις δύο παλάμες έλειπε το μικρό δάχτυλο.

Την έκπληξή μου ήρθε να ολοκληρώσει η θέα του μεγάλου δερμάτινου - όχι δερματόδετου - βιβλίου που κρατούσε στα κυκλώπεια χέρια του. Το σκληρό εξώφυλλο ήταν σκονισμένο και οι άκρες του είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν.

Φαινόταν βαρύ.

Στην κοντή αλλά γαμψή μύτη του μυστηριώδη γέρου αναπαυόταν ένα ζευγάρι φακών πρεσβυωπίας, υποβασταζόμενο από ένα λεπτό, επίχρυσο, μεταλλικό σκελετό. Στα κρύσταλλα, από τη θέση που βρισκόμουν και μπορούσα να δω, είχε απλωθεί ένα λεπτό και ημιδιαφανές στρώμα λίπους. Το χοντρό του κεφάλι στόλιζε ένα πλατύγυρο μαύρο, ολόμαλλο καπέλο, ενώ τα χείλη του, μεγάλα και σαρκώδη, ανοιγόκλειναν ακατάπαυστα, χωρίς ωστόσο να μπορώ να αιχμαλωτίσω τον παραμικρό ψίθυρο.

Έστρεψε το βλέμμα του στο μακρύ, πορφυρό κορδόνι που κρεμόταν έξω από τις σελίδες του βιβλίου, μένοντας για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος. Ξαφνικά, ο σχοίνινος σελιδοδείκτης άρχισε να κινείται σαν εκκρεμές δεξιά και αριστερά, παραμερίζοντας διαδοχικά τις μισές περίπου σελίδες.

Το βιβλίο άνοιξε στα δύο.

Σάλιωσε τον δείκτη του αριστερού του χεριού, αφήνοντας μια σταγόνα να πέσει αργά πάνω στην σελίδα. Το σάλιο του ήταν πηχτό και ανέδιδε το ίδιο παράξενο και μεθυστικό άρωμα που ανάβλυζε από τις γυμνές πατούσες του. Ακριβώς πίσω του ορθωνόταν ένα πανύψηλο δέντρο, το είδος του οποίου μου ήταν άγνωστο. Είχε μόνο δύο χοντρά κλαδιά στον κορμό του που έμοιαζαν απανθρακωμένα. Ήταν κατάμαυρα και κάπνιζαν ασταμάτητα. Στο χείλος του ενός καθόταν ένας μικρός γκρίζος σπουργίτης που είχε τρία ζεύγη φτερούγες.

Ήταν ακίνητος και σιωπηλός.

Το βλέμμα του ήταν απλανές, ταξιδεύοντας κατά διαστήματα, ακανόνιστα στο χώρο, μιμούμενο την μεθυσμένη πτήση των εντόμων όταν εγκλωβίζονται ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν εκείνη την χαραμάδα, η οποία θα τους εξασφαλίσει την έξοδό τους προς την ελευθερία.

Έριξε μια κλεφτή ματιά στα σάρκινα και ροζιασμένα κουπιά του γέρου και ένα μικροσκοπικό δάκρυ κύλησε από το αριστερό του μάτι. Όσο απίθανο και αν φαίνεται, τη σκηνή αυτή την βίωσα σε αργή κίνηση, παρατηρώντας τα δρώμενα πίσω από έναν φανταστικό φακό με προδιαγραφές μεγέθυνσης «ένα επί χίλια».

Σε κλάσματα δευτερολέπτου, απλώθηκε στο χώρο ένας τεράστιος βολβός. Το ένα ημισφαίριό του ήταν καλυμμένο από έναν αντίστοιχο σε μέγεθος κερατοειδή χιτώνα καθώς ένα εκτυφλωτικό φως πλημμύριζε το δωμάτιο.

Έκλεισα τα μάτια.

Όταν το φως αντικατέστησε και πάλι το σκοτάδι, είδα ένα τεράστιο δάκρυ να ξεπηδά μέσα από μια μεγάλη ωοειδή τρύπα - οι ειδικοί την ονομάζουν δακρυϊκή λίμνη - και να βυθίζεται αργά, μαλακά στην τρυφερή αγκαλιά ενός γιγάντιου πούπουλου. Την ίδια στιγμή ο παράξενος σπουργίτης άνοιξε διάπλατα τις έξι φτερούγες του και πέταξε προς το ταβάνι. Με μια αστραπιαία κίνηση διαπέρασε το διαβρωμένο από την υγρασία τσιμέντο και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.

Ο γέρος με την λευκή γενειάδα έμοιαζε να μην ενοχλείται με όσα συνέβαιναν γύρω του. Και αυτό ακριβώς ήταν που με ανησυχούσε περισσότερο. Τον διέκρινε μια υπερβολική γαλήνη και ηρεμία που με τρόμαζε. Άλλωστε τα κατάμαυρα και σκονισμένα ρούχα του δεν ήταν τα κατάλληλα για μια νυχτερινή επίσκεψη σ' ένα δωμάτιο, το οποίο εκτός από τον ύπατο εκπρόσωπο του βασιλείου του Ζύθου στον ανθρώπινο γένος, φιλοξενούσε και έναν προκλητικό θαμώνα, θρονιασμένο μέρες τώρα στο ξύλινο τραπέζι, να περιμένει στωικά να ρουφήξει την τελευταία εναπομείνασα ανθρώπινη ψυχή.

Ένα ελαφρό βήξιμο αντήχησε μαλακά στους τέσσερις τοίχους, την οροφή και το πάτωμα και ο γέρος αποφάσισε να αλλάξει σελίδα στο βιβλίο του. Τον παρακολουθούσα να γυρίζει την σελίδα καθώς οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους στο σκαμμένο του μέτωπο. Ήταν η μοναδική φορά που έβλεπα το πρόσωπό του να συσπάται.

Ναι, η σελίδα αυτή ήταν πολύ βαριά. Ασήκωτη ακόμη και για την αντιπροσωπευτικότερη ανθρώπινη μυϊκή δύναμη του πλανήτη.

Και όμως. Αυτός τα είχε καταφέρει.

Σήκωσα το χέρι μου ψηλά και του έγνεψα.

Ο μυστηριώδης γέρος εξακολουθούσε να με αγνοεί. Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου. Επιστράτευσα και τις τελευταίες ψυχικές μου δυνάμεις, προκειμένου να εξακολουθήσω να παρατηρώ ήρεμος την προκλητική του αδιαφορία.

Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.

Με αργές κινήσεις, ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να με κοιτάζει εξεταστικά. Το αναγνωριστικό του βλέμμα ξεκίνησε από την κορυφή της πλούσιας κόμης μου και αφού πραγματοποίησε μια περιοδεία σε κάθε αμαρτωλό σταθμό της σάρκας μου, κατέληξε στα ακροδάχτυλα των ποδιών μου. Με σταθερό χέρι έβγαλε τα βρώμικα γυαλιά και τα έβαλε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Χρειάστηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να προσαρμόσει την όρασή του στο νέο περιβάλλον, όταν στην προσπάθειά του να μου μιλήσει, το στόμα του πλημμύρισε με αίμα.

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκλήρυναν απότομα.

Το αίμα εξακολουθούσε να αναβλύζει από το στόμα του, με τη μόνη διαφορά ότι όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο παχύρρευστο. Τώρα κολλούσε στο σαγόνι του και έπηζε αμέσως, με τον τρόπο που παγώνει το υγρό, καυτό μολύβι καθώς χύνεται στο ψυχρό, μεταλλικό καλούπι του σιδηρουργού. Τα μεγάλα και ανομοιογενή ρουθούνια του είχαν αρχίσει να φράζουν, καθώς η ροή του αίματος εξακολουθούσε να διατηρεί την αρχική της ταχύτητα.

Άπλωσε το χέρι του προς το πρόσωπό μου προσπαθώντας με το άλλο να παρακάμψει τον αιμάτινο καταρράκτη και να μου μιλήσει. Δεν τα κατάφερε. Σβώλοι πηγμένου αίματος είχαν αρχίσει μια ξέφρενη πτώση, καταπίνοντας κάθε μικρό και μεγάλο δημιούργημα της μελάνης πάνω στον κιτρινισμένο πάπυρο. Τα μυθικά του χέρια φάνταζαν τώρα τόσο μικρά και αδύναμα. Σχεδόν άχρηστα.

Λίγα λεπτά αργότερα, το αριστερό μετακάρπιο τον πρόδωσε. Τα δάχτυλά του άνοιξαν απότομα και άφησαν μετέωρο το βιβλίο να πέσει με θόρυβο στο πάτωμα. Τη στιγμή που άγγιζε το πάτωμα, ο αιμόφυρτος γέρος έκανε ένα βήμα μπροστά και πλησίασε ακόμη πιο κοντά μου.

Έφερα τα χέρια στο στόμα, σφραγίζοντας τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω.

Τώρα μπορούσα να δω καθαρά. Στην υγρή επιφάνεια της παλάμης του κείτονταν νεκρά, τέσσερα κιτρινισμένα, σάπια δόντια. Ήταν ένας συνηθισμένος γομφίος, δύο προγόμφιοι και ένας κυνόδοντας.

Μία αποπνικτική δυσωδία γλίστρησε μέσα από τις δαιδαλώδεις ρίζες τους και απλώθηκε στο δωμάτιο. Μια μικρή ποσότητα χολής σκαρφάλωσε σαν δεινός ορειβάτης στον οισοφάγο μου, προσπέρασε τον φάρυγγα και άγγιξε τη σταφυλή μου. Με φανερή ικανοποίηση έβγαλε από το σακίδιό του μια μικροσκοπική σημαία και την κάρφωσε με δύναμη πάνω της. Εκείνη τη στιγμή, τα τέσσερα σάπια δόντια χάθηκαν και τη θέση τους πήραν τέσσερα μεγάλα, συνηθισμένα, οξειδωμένα καρφιά. Οι μυτερές τους άκρες ήταν βουτηγμένες στο αίμα.

Ο γέρος αποφάσισε να λύσει την σιωπή του.

Τα πρώτα λόγια του ήταν ασυνάρτητα. Άναρθρες κραυγές παραχωρούσαν τώρα με εκπληκτική ταχύτητα τη θέση τους σε κρωξίματα απελπισίας, τα οποία με τη σειρά τους εναλλάσσονταν με ποικιλόμορφα συμφύρματα φθόγγων, προκαλώντας ελαφρές δονήσεις στο χώρο.

Η ανάσα μου έγινε κοφτή και γρήγορη. Άρχισα να νιώθω εγκλωβισμένος, όπως ακριβώς ο δύτης στο βυθό της θάλασσας τη στιγμή που διαπιστώνει έντρομος ότι σώθηκαν τα αποθέματα του οξυγόνου στις φιάλες του, συνειδητοποιώντας πως δεν προλαβαίνει να αναδυθεί στην επιφάνεια.

Το βασανιστήριο δεν κράτησε πολύ. Δεν χρειάστηκαν παρά μόνο λίγα λεπτά.

Η φωνή του τώρα ταξίδευε καθαρή μ' έναν βαθύ, κρυστάλλινο τόνο. Έμοιαζε όμως να μην ανήκει στον ίδιο και επαναλάμβανε συνεχώς μια άγνωστη σε μένα, φράση.

Πολλά πέλει μεταξύ κύλικος και χείλεος άκρο…

Το χρώμα που προσέδιδε στη φωνή του απέπνεε ένα αίσθημα σιγουριάς. Ο φόβος με είχε αγγίξει έρποντας. Δεν ήμουν σίγουρος εάν τα κάστρα τού αυτοελέγχου μου ήταν απόρθητα.

Ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω. Όχι όμως με τον τρόπο που κανείς καταγγέλλει την μεροληψία της ουράνιας δικαιοσύνης. Ούτε με εκείνον που εκφράζεται εδώ και αιώνες ο αρχέγονος και βαθύτερος ανθρώπινος πόνος.

Ένα αμυδρό «κλικ» απλώθηκε στο χώρο.

Η έκρηξη στο μυαλό μου ήταν αναπόφευκτη. Ο ψυχολογικός πυροκροτητής που διέθετε και ενεργοποίησε εξ’ αποστάσεως ο παράξενος επισκέπτης, ήταν ένα από τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της υψηλής τεχνολογίας.

Δίχως την παραμικρή αμφιβολία…


Ο ρυθμικός ήχος του μικροσκοπικού ράμφους που έκανε δειλά την εμφάνισή του στη χαραμάδα της πόρτας, με ανέσυρε από τα συντρίμμια.
Παρατηρούσα τις μικρές σκλήθρες να παραδίδονται ανήμπορες, βορά στο αδηφάγο ράμφος που άνοιγε δίοδο λίγα χιλιοστά κάτω απ' την ταλαιπωρημένη, ξύλινη πόρτα του προσωπικού μου ησυχαστηρίου.

Δύο έξυπνα, πλην νοτισμένα με το κολλύριο της αγωνίας μάτια, ξεπρόβαλλαν με τη σειρά τους πάνω ακριβώς απ' το σταχτόγκριζο, κοφτερό στοματάκι. Οι κόρες τους άλλαζαν θέση με καταπληκτική ταχύτητα, ένα ακόμη δείγμα της τεράστιας προσπάθειας που κατέβαλλε προκειμένου να βρεθεί όσο το δυνατόν συντομότερα στο καταφύγιό μου.

Γιατί ο χρόνος εδώ, ήταν ο μεγάλος αντίπαλος. Ένας αντίπαλος που δεν είχε ανάγκη από πανάκριβα αθλητικά υποδήματα, εξοπλισμένα με καρφίδες υψηλών προδιαγραφών. Ήταν ένας αθλητής πέρα από κάθε μέτρο σύγκρισης. Πέρα από φυσικά μεγέθη και μονάδες μέτρησης.

Τώρα το κεφάλι τού μικρού σπουργίτη είχε ξεπροβάλλει ολόκληρο απ' τη χαραμάδα της πόρτας. Με μια απαλή κίνηση, λύγισε το υπόλοιπο σώμα του και γλίστρησε, σχεδόν χύθηκε, κάτω από την πόρτα και σύρθηκε στο δωμάτιο.

Τη στιγμή που τα άβουλα χείλη μου τρεμόπαιξαν λίγο πριν ανοίξουν τις πύλες τους στην ξανθή υγρή πρόκληση, ο μυστηριώδης σπουργίτης άνοιξε τα φτερά του και απογειώθηκε, εφορμώντας σαν θεϊκός άνεμος προς το κέρινο πρόσωπό μου. Τα βλέφαρά μου πετάρισαν και έκλεισαν ερμητικά. Παρ' όλα αυτά συνέχισα να βλέπω καθαρά πίσω απ' αυτά λες και ήταν διαφανή.

Είδα την έμψυχη άτρακτο να πλησιάζει τα χείλη μου. Ο ήχος της απογείωσης ήταν σχεδόν σιωπηρός. Μια γλυκιά μελαγχολία νότισε σαν το υγρό χάδι ενός απαλού κύματος τις τσακισμένες ακτές της ψυχής μου.

Τα χείλη μου δεν άνοιξαν.

Η πίεση που ασκούσε η παγωμένη μπίρα πάνω τους αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Τα ένιωσα να σχίζονται. Η πρόσκρουση του πετεινού απ' τον ουρανό στα ρωγμώδη χείλη μου ήταν επική. Ξαφνικά τα χρώματα χάθηκαν.

Μέσα απ' το σκοτάδι αναδύθηκαν σύννεφα μαύρου καπνού, συνοδευόμενα από μια λεπτή δέσμη φωτός, η οποία ολοένα και δυνάμωνε. Το σκοτάδι έδινε και πάλι τη θέση του στο φως. Σύννεφα γκρίζας σκόνης έπαιρναν τώρα τη σκυτάλη της προβολής, προϊόντα όλα, πανύψηλων τειχών που κατέρρεαν σαν χάρτινες κατασκευές. Ναοί βεβηλώνονταν με τον πιο πρόστυχο και ανίερο τρόπο που είχε επινοήσει ποτέ το ανθρώπινο είδος. Χυμένα έντερα, κομματιασμένα άκρα και πολύτιμα ανθρώπινα όργανα κείτονταν ανακατεμένα στο λασπωμένο έδαφος. Ανάμικτες μυρωδιές από περιττώματα και βαρβαρικό ιδρώτα ασελγούσαν κτηνωδώς στο πτώμα της τρίτης κατά σειρά αίσθησής μου.

Και τότε τον είδα.

Τον εαυτό μου, περιστοιχισμένο από τους επίδοξους βιαστές του μυαλού του. Ένιωσα την καυτή ανάσα μιας χούφτας βρωμερών βαρβάρων να απανθρακώνει τις παρυφές του μυαλού μου, το οποίο με την σειρά του διαλυόταν κάτω από τις σαδιστικές ορέξεις των πρωτόγονων κατακτητών, ανατρέποντας χωρίς την παραμικρή αιδώ, τους αρχέγονους νόμους τής μητέρας Φύσης. Πυρσοί εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις που αναγνωρίζει επισήμως η επιπεδομετρία, γεννώντας φυσιολογικά, δίχως ωδίνες, μυριάδες εστίες πύρινων γλωσσών που έγλυφαν χωρίς αναστολές ό,τι έμψυχο ή φαινομενικά άψυχο συναντούσαν στο πέρασμά τους.

Σε κάποια γωνία τού μυαλού μου, μια ιδέα άρχισε δειλά να παίρνει μορφή και σχήμα, όπως ακριβώς ζωντανεύει το φωτογραφικό χαρτί κάθε φορά που βυθίζεται στο ειδικό, χημικό υγρό εμφάνισης στον σκοτεινό θάλαμο κάποιου φωτογραφείου.

Ο πόνος στα χείλη μου ήταν οξύς.

Ένιωσα χιλιάδες ακίδες να καρφώνονται με λύσσα πάνω τους. Λύγισα.

Γονάτισα. Προσευχόμενος γι' αυτά που θα ακολουθούσαν. Γι' αυτά που δεν υπήρχαν να ακολουθήσουν. Τα δάχτυλά μου άρχισαν να λιώνουν αργά σαν το βούτυρο έξω απ' τη συντήρηση.

Το μπουκάλι έμεινε στον αέρα.

Μόνο όμως για μια στιγμή. Έρμαιο πια τής βαρύτητας άρχισε σιωπηλά να πέφτει.

Ο σπουργίτης με κοίταξε στα μάτια.

Κείτονταν στο πάτωμα, ψυχορραγώντας. Ο συμπαθητικός ψυχοπομπός περίμενε υπομονετικά τη λύτρωση. Προσπάθησε να ανασηκωθεί. Οι δυνάμεις του όμως τον πρόδωσαν.

Το δεξί μάτι του κρεμόταν σαν ελαττωματικό ελατήριο σομιέ, από μια μικρή τρύπα στο κεφάλι του. Στη θέση του ράμφους του υπήρχε μόνο ένας λοφίσκος από συντρίμμια. Μια χρυσαφένια αύρα τυλιγόταν γύρω απ' το σώμα του, καθώς ένα λευκό, φωτεινό δαχτυλίδι αιωρούνταν πάνω απ' το κεφάλι του.

Ένιωσα την έντονη επιθυμία να τον αγγίξω. Να τού δώσω πίσω τη ζωή όπως θα υπαγόρευε και το έτερον ήμισυ του εγκεφάλου του Μίδα εάν ήταν διχασμένη και σαφώς λιγότερο άπληστη, προσωπικότητα.

Άπλωσα τα χέρια μου και άγγιξα την μποτίλια, γραπώνοντάς την λίγο πριν τσακιστεί στο πάτωμα.

Τώρα την κρατούσα γερά, έστω και με τα δύο μου δάχτυλα να κοκκινίζουν και να πρήζονται από την υπεράνθρωπη προσπάθειά μου. Από κάποιο σημείο του δωματίου ακούστηκε μια κιμωλία να γδέρνει κάποιον μαυροπίνακα.

Ήταν ο ήχος τής φωνής μου.

«Φθηνά τη γλίτωσες», ψιθύρισα συνωμοτικά στον εαυτό μου.

«Δεν θα υπάρξει άλλη φορά», αντιγύρισε αυτός με το ύφος απατημένου συζύγου που πιάνει τη γυναίκα του επ’ αυτοφώρω με τον εραστή της για οχτακοσιοστή εβδομηκοστή τρίτη φορά. Και φυσικά την συγχωρεί. Δίνοντάς της άλλη μια ευκαιρία.

Ως την επόμενη φορά.

«Λίγο ακόμα και θα την έπινα…».

Η φωνή μου ήταν γαρνιρισμένη με την πιο ξινισμένη σαντιγί που είχε ποτέ παρασκευαστεί. Αυτήν τής απολογίας.

«Θα ρούφαγα μέχρι σταγόνας την γαμημένη μπύρα...».

Είχα αρχίσει να συνέρχομαι.

Γνώριζα πολύ καλά τις καταστροφικές συνέπειες που θα επέφερε η παραβίαση των όρων της συμφωνίας που είχα συνάψει με Εκείνον. Η προοπτική της ίασής μου φάνταζε υπερβολικά σίγουρη και τους είχα αποδεχτεί με άκρατο ενθουσιασμό και ελάχιστη επιφύλαξη. Μου είχε εγγυηθεί ότι εάν κατλαφερνα το ακατόρθωτο, θα λυτρωνόμουν από την καταστροφική μανία του αλκοολισμού και δη της ζυθοποσίας. Ζυθοκατάνυξης, κατ’ εκείνον.

Γιατί εκεί ήταν και το λεπτό σημείο. Δεν είχα προδιαγραφές αντλίας που ρουφούσε καθετί αλκοολούχο. Ήμουν εθισμένος στα μεθυστικά κυρήβια. Θα μπορούσα να καταδύομαι νυχθημερόν σε μεγάλα καζάνια γεμάτα με νιφάδες από πίτυρα κριθαριού και να καταβροχθίζω το περιεχόμενό τους, ποτίζοντας ταυτοχρόνως τον ιδιαίτερα υδρόφιλο οισοφάγο μου όχι με γάλα αλλά με δεκάδες χιλιάδες κυβικά εκατοστά παγωμένης μπίρας. Ο τέλειος συνδυασμός. Η μοναδική αίσθηση της ταυτόχρονης κατανάλωσης των πρωτογενών υλικών με το ίδιο το τελικό προϊόν. Το τέλειο μίγμα. Η τέλεια ένωση.

Ναι, ήταν εφικτό.

Αν είναι δυνατόν να μην καταφέρω να αντέξω στον πειρασμό μιας παγωμένης μπίρας πάνω στο τραπέζι μου. Και αυτό, για ένα εικοσιτετράωρο. Και μετά θα ήμουν ελεύθερος να πίνω από την αρχή όσο θέλω. Και το κυριότερο, θα είχα νικήσει το Θάνατο.

Έτσι είχα σκεφτεί τότε. Έτσι σκεφτόμουν τώρα.

Και έβαλα την υπογραφή μου. Τότε…

Άφησα το μπουκάλι απαλά στο τραπέζι και με αργά βήματα, σέρνοντας τα πόδια μου στο πάτωμα, άρχισα να απομακρύνομαι από το ελιξίριο της αιώνιας λήθης.

Ή μήπως αυτό της απόλυτης γνώσης;

Ακούμπησα στον τοίχο και έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο. Σκέπασα τα μάτια μου και αφέθηκα στο απέραντο σκοτάδι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: